μπουκωμένος

μπουκωμένος
η , ο с переполненным, набитым ртом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπουκωμένος" в других словарях:

  • μπουκωτός — ή, ό [μπουκώνω] μπουκωμένος …   Dictionary of Greek

  • μπουκώνω — μπουκώνω, μπούκωσα, μπουκωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μπουκώνω : σπάνια η παθητική φωνή (μπουκώνομαι). Το ρ. έχει και ενεργητική και παθητική διάθεση (→ μπουκώνω κάτι ή μπουκώνω ο ίδιος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπουκώνω — μπούκωσα, μπουκώθηκα, μπουκωμένος 1. γεμίζω το στόμα τροφή: Μπούκωσα με τόσο φαγητό. 2. μτφ., δωροδοκώ, εξαγοράζω, δελεάζω κάποιον με χρήματα για να πετύχω αθέμιτο σκοπό: Μπούκωσε το φύλακα για να τον ελευθερώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»